- ἁραιός
- ἀραιός , ἀραιόςthinmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀραῖος — prayed to masc nom sg ἀραῖος prayed to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραίος — ἀραῑος, α, ον και ος, ον (Α) [αρά] 1. αυτός που τον παρακαλούν, τον ικετεύουν 2. καταραμένος, φορτωμένος κατάρες 3. αυτός που προξενεί βλάβη, επιβλαβής, ολέθριος … Dictionary of Greek
αραιός, -ή, -ό — και αριός, ά, ό και αρύς, ιά, ύ επίρρ. αιά και ιά 1. ανάριος, όχι πυκνός, αγανός: Τα δέντρα τα φύτεψες πολύ αραιά. 2. αυτός που παρουσιάζει κενά κατά διαστήματα τοπικά ή χρονικά: Αριά και πού έρχεται και τον βλέπουμε. 3. νερουλός, όχι πηχτός:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀραιός — thin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αραιός — ή, ό (AM ἀραιός, ά, όν) 1. ο μη πυκνός στη σύστασή του 2. αυτός που έχει κενά κατά διαστήματα ΙΙ νεοελλ. όποιος δεν γίνεται συχνά αρχ. 1. ο ασθενικός, ο άτονος 2. ο στενός 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀραιά η γαστήρ, η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η … Dictionary of Greek
ἀραῖον — ἀραῖος prayed to masc acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg ἀραῖος prayed to masc/fem acc sg ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιά — ἀραιός thin neut nom/voc/acc pl ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc/acc dual ἀραιά̱ , ἀραιός thin fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιῶν — ἀραιός thin fem gen pl ἀραιός thin masc/neut gen pl ἀραιόω make porous pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀραιόω make porous pres part act masc nom sg ἀραιόω make porous… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραιόν — ἀραιός thin masc acc sg ἀραιός thin neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀραῖα — ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl ἀραῖος prayed to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)